ἕρμα 11
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάθερμα — κάθερμα, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ καθέρματα τα έρματα*, οι ύφαλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἕρμα] … Dictionary of Greek
καθέρματα — κάθερμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)